- δυσκίνητα
- δυσκίνητοςhard to moveneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλέννα — και πιθ. ανάγν. πλεννά Α (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἀσθενῆ καὶ δυσκίνητα» … Dictionary of Greek
σκληρόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει σκληρά, δηλαδή δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek
αγλίη — (aglia).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα έντομα της οικογένειας των αττακιδών ή σατουρνιδών της τάξης των λεπιδοπτέρων. Ζουν κυρίως σε δασωμένες εκτάσεις της Ευρώπης και είναι μέτριου μεγέθους. Τα αρσενικά είναι ζωηρά και ευκίνητα, ενώ… … Dictionary of Greek
Άκτιο — Ακρωτήριο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από την Πρέβεζα, που απέχει από αυτήν μόλις 725 μ. Στο ακρωτήριο υπήρχε από τον 5ο αι. π.Χ. ο περίφημος ναός του Ακτίου Απόλλωνα. Κάθε δύο χρόνια γίνονταν ιππικοί… … Dictionary of Greek
κάλλοφις — (Callophis). Γένος πρωτερόγλυφων φιδιών, ιθαγενών της Ασίας. Περιλαμβάνει δυσκίνητα φίδια με μακρύ κυλινδρικό σώμα και κοντή ουρά. Τα φίδια αυτά ξεκουράζονται κουλουριασμένα στο έδαφος και δαγκώνουν μόνο όταν δέχονται επίθεση. Αν και είναι… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek